Συνέντευξη του Ν.Κούνδουρου στο "Βήμα"
- Πριν από μερικούς μήνες ζήσατε ακόμη μία τρομερή περιπέτεια στην ούτως ή άλλως περιπετειώδη ζωή σας.Κατ΄ αρχάς,πώς αισθάνεστε σήμερα;
«Βράχος. Το συμβάν βέβαια έχει ακόμη την “ουρά” του γιατί τα άτιμα τα πλευρά θέλουν μήνες να κολλήσουν. Επτά-οκτώ μήνες. Κατά βάθος όμως οφείλω να πω ότι χαίρομαι που το πέρασα».
- Για ποιον λόγο μπορεί κάποιος να χαίρεται που παραλίγο να πεθάνει;
«Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Ελεγα ότι της ίδιας γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό. Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες αυτές οι εφηβικές μαλακίες. Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι που ούρλιαζαν και βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα».
- Από εκείνη τη βραδιά τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
«Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ΄ τον, τον πούστη! ” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτραπάτρα ελληνικά. Εγώ πούστης; Καλά το “πνίξ΄ τον”, το “πούστης” τι το θέλανε; Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου που πέταξε έξω από την Ελλάδα όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα να ανοίγει τις πόρτες της σαν την πουτάνα που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Ελληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό το νούμερο; Και όμως, έγινε. Αυτά είναι συνέπειες του κόμπλεξ κατωτερότητας που έχουν οι Ελληνες. Να ΄ναι καλά οι κυβερνήσεις. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να έχουν το κόμπλεξ, όχι εμείς».
- Τι το ιδιαίτερο είχε το περιστατικό και σας κάνει να αισθάνεστε έτσι;
«Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ηθελαν να σκοτώσουν. Εναν άλλον κύριο εδώ παρακάτω τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις που γλίτωσα. Κρατούσαν το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου και ίσα που ανέπνεα λίγο από το πλάι. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική, όπως θες πες το. Ηταν μίσος. Γιατί αυτό που ήθελαν να πάρουν το είχαν πάρει. Τους το έδωσα. Πήγα στο χρηματοκιβώτιο και τους έδωσα ό,τι είχα. Μπήκαν σε ένα σπίτι που για εκείνους ήταν το Λούβρο και εγώ τους πήγα στο χρηματοκιβώτιό μου να τους δώσω ό,τι λεφτά είχα. Από την ταραχή μου δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό του κωδικού και έκανα ένα λάθος. Μου κοπάνησαν το κεφάλι στο ατσάλι. Μια και δυο και τρεις φορές. Επί δεκαπέντε ημέρες το πρόσωπό μου ήταν μαύρο από το σκοτωμένο αίμα».
- Πριν από μερικούς μήνες ζήσατε ακόμη μία τρομερή περιπέτεια στην ούτως ή άλλως περιπετειώδη ζωή σας.Κατ΄ αρχάς,πώς αισθάνεστε σήμερα;
«Βράχος. Το συμβάν βέβαια έχει ακόμη την “ουρά” του γιατί τα άτιμα τα πλευρά θέλουν μήνες να κολλήσουν. Επτά-οκτώ μήνες. Κατά βάθος όμως οφείλω να πω ότι χαίρομαι που το πέρασα».
- Για ποιον λόγο μπορεί κάποιος να χαίρεται που παραλίγο να πεθάνει;
«Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Ελεγα ότι της ίδιας γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό. Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες αυτές οι εφηβικές μαλακίες. Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι που ούρλιαζαν και βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα».
- Από εκείνη τη βραδιά τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
«Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ΄ τον, τον πούστη! ” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτραπάτρα ελληνικά. Εγώ πούστης; Καλά το “πνίξ΄ τον”, το “πούστης” τι το θέλανε; Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου που πέταξε έξω από την Ελλάδα όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα να ανοίγει τις πόρτες της σαν την πουτάνα που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Ελληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό το νούμερο; Και όμως, έγινε. Αυτά είναι συνέπειες του κόμπλεξ κατωτερότητας που έχουν οι Ελληνες. Να ΄ναι καλά οι κυβερνήσεις. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να έχουν το κόμπλεξ, όχι εμείς».
- Τι το ιδιαίτερο είχε το περιστατικό και σας κάνει να αισθάνεστε έτσι;
«Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ηθελαν να σκοτώσουν. Εναν άλλον κύριο εδώ παρακάτω τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις που γλίτωσα. Κρατούσαν το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου και ίσα που ανέπνεα λίγο από το πλάι. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική, όπως θες πες το. Ηταν μίσος. Γιατί αυτό που ήθελαν να πάρουν το είχαν πάρει. Τους το έδωσα. Πήγα στο χρηματοκιβώτιο και τους έδωσα ό,τι είχα. Μπήκαν σε ένα σπίτι που για εκείνους ήταν το Λούβρο και εγώ τους πήγα στο χρηματοκιβώτιό μου να τους δώσω ό,τι λεφτά είχα. Από την ταραχή μου δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό του κωδικού και έκανα ένα λάθος. Μου κοπάνησαν το κεφάλι στο ατσάλι. Μια και δυο και τρεις φορές. Επί δεκαπέντε ημέρες το πρόσωπό μου ήταν μαύρο από το σκοτωμένο αίμα».
ΚΑΛΛΙΟ ΑΡΓΑ ΠΑΡΑ ΠΟΤΕ!
ΑπάντησηΔιαγραφή